σφένδαμνος

σφένδαμνος
σφένδαμνος
Grammatical information: f.
Meaning: `maple, Acer monspessulanum' (Thphr., Dicaiarch.).
Other forms: Note σπένδαμνον ξύλον H.
Derivatives: -ινος `of maple' (Cratin., Ar.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like δίκταμνον, ῥάδαμνος a.o.; further unclear. The formally obvious connection with σφενδόνη a. cogn. is diff. argumented: as "the trembling" (Prellwitz, Schrader-Nehring Reallex. 1, 38); after the form of (seed) capsule (Carnoy Ant. class. 27, 318 and REGr. 71, 99). -- Furnée 164 compares σπενδαμνον ξύλον (beside ἄκαστος σφένδαμνος and κάστον ξύλον Η. That the word is Pre-Greek also in Schwyzer 524 and Alessio SE 15, 177. Cf. Suzanne Amigues RPh73, 1999, 102f.
Page in Frisk: 2,829-830

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σφένδαμνος — Olympian maple masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφένδαμνος — (acer). Γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των Aκεριδών, της τάξης των τερεβινθωδών. Λέγεται και άκερ και σφεντάμι. Περιλαμβάνει γύρω στα 200 είδη του βόρειου ημισφαίριου, από τα οποία ορισμένα απαντούν και στην Ελλάδα. Άλλα… …   Dictionary of Greek

  • σφενδάμνου — σφένδαμνος Olympian maple masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφένδαμνον — σφένδαμνος Olympian maple masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκαρνα — ἄκαρνα, η (Α) είδος ακάνθης (Θεόφραστος) ή δάφνης (Ησύχιος). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με το ἄκαστος* «σφένδαμνος» (< *άκαρ στος) καθώς και με τα λατ. αcer ris, αρχ. άνω γερμ. ahorn «σφένδαμνος» κ.ά., δηλ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα aker… …   Dictionary of Greek

  • άκαστος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός βασιλιάς της Ιωλκού που πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας αυτής, ο πατέρας του Πελίας εξόντωσε την οικογένεια του Ιάσονα ο οποίος, όταν γύρισε, ζήτησε τη βοήθεια της… …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • σφενδάμι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Πιερίας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (20 τ. χλμ.). * * * και σφεντάμι και σφοντάμι, το, Ν το φυτό σφένδαμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφένδαμνος, με ανομοιωτική αποβολή τού δεύτερου …   Dictionary of Greek

  • δίκταμνο — και δίκταμο και δίχταμο, το και δίκταμος και δίχταμος, ο (AM δίκταμνον, το και δίκταμνος, η) το θεραπευτικό φυτό αμάρακον dictamnum. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγη λ. < Δίκτη, ονομασία κρητικού βουνού όπου φύτρωνε το δίκταμ(ν)ο το… …   Dictionary of Greek

  • διασπορά — Ο διασκορπισμός, η διάδοση. (Βοτ.)δ. σπόρων. Η διαδικασία διασκόρπισης των σπόρων και η απελευθέρωσή τους από τους ώριμους καρπούς που τους περιέχουν. Υπάρχουν φυτά ή, ακριβέστερα, σπόροι των οποίων η δ. διευκολύνεται με τη μεσολάβηση διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”